Το πώς αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα, όχι στα μεγάλα λόγια αλλά στην πράξη, αποδεικνύεται από όσα δεν γίνονται αλλά και από τον τρόπο που υλοποιούνται τα λίγα που γίνονται. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική είναι η προσπάθεια να προσεγγίσει κανείς μερικά απλά καθημερινά σενάρια που σχετίζονται με την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα.
Σενάριο 1ο: Νέος επιχειρηματίας, μόνος ψάχνει
Ενας νέος και γεμάτος όρεξη και καλές προθέσεις υποψήφιος επιχειρηματίας έχει συλλάβει μια καινοτόμα ιδέα για παραγωγή ενός προϊόντος. Αντικείμενό του η μεταποίηση, τα κεφάλαια του υπαρκτά μεν, όμως όχι για το σύνολο της απαιτούμενης επένδυσης σε κτιριακές υποδομές και εξοπλισμό.
Η προσπάθειά του να εγκατασταθεί νομίμως σε ένα οικόπεδο, να οικοδομήσει το απαιτούμενο κτίριο, να εγκαταστήσει τον απαραίτητο εξοπλισμό και να λειτουργήσει νόμιμα θα τον φέρει αντιμέτωπο με, ούτε λίγο ούτε πολύ, 8 έως 15 διαφορετικές δημόσιες υπηρεσίες (ανάλογα με τη θέση εγκατάστασης και το ακριβές αντικείμενο δραστηριότητας), καμία εκ των οποίων δεν συνεννοείται απευθείας με την προηγούμενη ή την επόμενη. Ταυτόχρονα θα έρθει αντιμέτωπος με μια απίστευτη πολυνομία και επικάλυψη διατάξεων η οποία έχει ως αποτέλεσμα ποτέ να μην είναι απόλυτα σαφές εξ' αρχής ποια είναι η ολοκληρωμένη διαδικασία και το σύνολο των απαραίτητων δικαιολογητικών που πρέπει να συγκεντρωθούν και με ποια ακριβώς σειρά. Δεν είναι τυχαίο το ότι πολύ συχνά, μεταξύ όμορων Νομαρχιών, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις διαδικασίες και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την διεκπεραίωση της ίδιας υπόθεσης.
Επίσης θα ανακαλύψει ότι ποτέ δεν είναι δυνατό να είναι απόλυτα νόμιμος. Και αυτό όχι γιατί απαραίτητα δε θέλει, αλλά γιατί πάντα κάπου καιροφυλακτεί κάποια κρυμμένη περίεργη διάταξη, ή μια σειρά αντιφατικών και δυσερμήνευτων προβλέψεων της νομοθεσίας. Τυχόν διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά κανόνα λαμβάνουν τόσες διαφορετικές απαντήσεις όσοι και οι υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας προς την οποία θα τις απευθύνει, ενώ ο αριθμός των διαφορετικών απαντήσεων αυξάνεται εκθετικά αν οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες είναι περισσότερες (όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως).
Σε κάποιο σημείο θα αισθανθεί και ένα άλλο καημό. Γύρω του θα δει άλλες επιχειρήσεις, περισσότερο βλαπτικές για το αστικό ή/και το φυσικό περιβάλλον να λειτουργούν χωρίς κανένας να τις ενοχλεί και χωρίς κανένας να τις ελέγχει επαρκώς. Η εξήγηση που θα του δοθεί «αυτά γινόντουσαν παλιά, τώρα τα πράγματα έχουν γίνει πιο αυστηρά» μπορεί να του μετριάσει τον καημό σε σχέση με τη θέση εγκατάστασης, όμως θα του αφήσει απορίες για τον σημερινό ανεπαρκή έλεγχο, «τώρα που τα πράγματα έχουν γίνει πιο αυστηρά». Κατευθείαν θα του έρθει στο μυαλό μια παλιά διαφήμιση στην οποία οι υπάλληλοι ασφαλείας ενός αεροδρομίου σταματούν μια άκακη γριούλα ενώ ταυτόχρονα περνούν ανενόχλητοι κάποιοι περίεργοι τύποι με κάθε είδους και μεγέθους φορητό οπλισμό.
Όμως χρειάζεται και ένα συμπλήρωμα κεφαλαίου, ιδίως για την αγορά οικοπέδου και την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων. Οι ελληνικές τράπεζες δεν αστειεύονται και φυσικά ούτε και ρισκάρουν. Υποθήκη το οικόπεδο, το ακίνητο που θα κατασκευαστεί και για ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά και μια ακόμα εγγραφή υποθήκης σε κάποιο άλλο ακίνητο ιδιοκτησίας του. Το παραγωγικό αντικείμενο της επένδυσης και το αν η νεοϊδρυόμενη επιχείρηση έχει ή δεν έχει προοπτικές παίζει τριτεύοντα ρόλο (πιο σωστά δεν παίζει κανένα ρόλο). Τα επιτόκια πολλαπλάσια του κόστους με το οποίο δανείζεται η ίδια η τράπεζα, για λόγους «ελαχιστοποίησης του ρίσκου». Ελαχιστοποίηση του ρίσκου μέσω προσημειώσεων και μέσω αυξημένων επιτοκίων, οδηγεί σε απόλυτα εξασφαλισμένη τοποθέτηση, για την τράπεζα. Αλήθεια οι τράπεζες δεν είναι επιχειρήσεις; Εξαιρούνται από κάθε ρίσκο της επιχειρηματικότητας που ασκούν; Και το κυριότερο εξαιρούνται από κάθε είδος ελέγχου και εποπτείας από το κυρίαρχο ελληνικό κράτος;
Υπάρχουν βέβαια και οι επιδοτήσεις. Αναπτυξιακός Νόμος, ΕΣΠΑ, Ανταγωνιστικότητα κλπ. Βασική προϋπόθεση να είναι επιλέξιμη η δραστηριότητά του και να βρει κάποιο πρόγραμμα «ανοικτό» για να υποβάλλει πρόταση. Και πάλι όμως πρέπει να έχει διαθέσιμο το σύνολο του ποσού γιατί όλα αυτά πληρώνουν στο τέλος, αφού ολοκληρώσει την επένδυση (πιο σωστά 1-2 χρόνια αφού ολοκληρώσει την επένδυση). Από τις τράπεζες δεν ξεφεύγει με τίποτα.
Θα διαπιστώσει επίσης ότι ο χρόνος έγκρισης μια μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ή ο χρόνος έκδοσης μιας οικοδομικής αδείας υπερβαίνουν (ο καθένας ξεχωριστά), το άθροισμα του χρόνου που απαιτείται για την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών και για την οικοδόμηση των κτιριακών εγκαταστάσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνουν και το χρόνο μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης.
Άλλωστε η διαδικασία ίδρυσης μιας επιχείρησης, και ειδικά μεταποιητικής, μοιάζει πολύ με τη διαδικασία εκκίνησης μιας εγκυμοσύνης με τη διαφορά ότι η δεύτερη κρατάει πολύ λιγότερο και προσφέρει ικανοποίηση.
Σενάριο 2ο: Υφιστάμενη επιχείρηση προσπαθεί να επιδοτηθεί
Μια υγιής, υφιστάμενη από χρόνια, εμπορική επιχείρηση έχει στα σκαριά ένα επενδυτικό σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της, την ανακαίνιση των εγκαταστάσεών της, την αγορά ενός μικρού επαγγελματικού οχήματος («βανάκι»), και μια δυνατή διαφημιστική εκστρατεία για την τόνωση του ονόματός της στην αγορά. Ο ιδιοκτήτης έχει δει τα τελευταία χρόνια να ανοίγουν στη γειτονιά 4 κομμωτήρια (επιδοτήθηκαν βάσει ενός εμπνευσμένου αναπτυξιακού σχεδίου που θεώρησε ότι αποτελούν σίγουρη επένδυση και δημιουργούν σταθερές θέσεις εργασίας), 3 τεχνικά γραφεία μηχανικών (οι περισσότεροι ήταν συμβασιούχοι του δημοσίου ή ιδιωτικοί υπάλληλοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών και απλά άνοιξαν τα γραφεία για να πάρουν την επιδότηση και ήδη τα έχουν κλείσει) και 2 καφετέριες (αυτό μάλιστα, έλειπε από τη γειτονιά), όλα παίρνοντας χρήματα από επιδοτήσεις. Λογικά σκεπτόμενος αποφασίζει να ψάξει μήπως μπορεί κι αυτός να αξιοποιήσει αυτό το εργαλείο.
Στάθηκε τυχερός, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δέχεται υποβολή φακέλων ένα πρόγραμμα από το καινούριο πακέτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το περίφημο πλέον ΕΣΠΑ. Ψάχνοντας και ρωτώντας ανακαλύπτει με έκπληξη ότι τις συγκεκριμένες επιδοτήσεις τις διαχειρίζονται οι τράπεζες και ότι ολόκληρη η διαδικασία πρέπει να γίνει μέσω μίας εξ' αυτών. Ίσως επειδή έχουν διασπορά υποκαταστημάτων και επαρκή τεχνογνωσία ώστε να διεκπεραιώσουν γρήγορα τις διαδικασίες. Η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφθεί το υποκατάστημα με το οποίο συνεργάζεται για να πάρει πληροφορίες. Αυτή η πρώτη επαφή τον προσγείωσε απότομα σε ότι αφορά τα πράγματα που ήθελε να κάνει: τα κτιριακά της ανακαίνισης μόνο μέχρι το 50% του συνόλου, δεν επιδοτείται το όχημα, και η διαφήμιση δε μπορεί να είναι πάνω από το 5% του συνόλου. Επιπλέον τον ενημέρωσαν ότι αν ήθελε να πάρει καλή βαθμολογία και να έχει ελπίδες για την επιδότηση έπρεπε να βάλει και κάποιες επενδύσεις σχετικές με το περιβάλλον και την ενέργεια σε ποσοστό έως 7,5% (τι περιθώρια περιβαλλοντικών επενδύσεων έχει άραγε μια εμπορική επιχείρηση) και καινοτομικές επενδύσεις έως 15% (ο ορισμός της καινοτομίας είναι ανοικτός για κάθε πρόσφορη ερμηνεία). Κάποιοι σοφοί εγκέφαλοι είχαν ήδη αποφασίσει πριν από αυτόν, γι αυτόν, πώς πρέπει να αναπτυχθεί μία εμπορική επιχείρηση, τι χρειάζεται και σε τι ακριβώς ποσοστό.
Επίσης διαπίστωσε πώς το υποκατάστημά του δεν είχε κανένα ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση του προγράμματος, άλλωστε στις περισσότερες εξειδικευμένες ερωτήσεις που έκανε «έπρεπε να ρωτήσουν τα κεντρικά». Σε μια πιο ιδιαίτερη συζήτηση που είχε με το διευθυντή του υποκαταστήματος αυτός τον ενημέρωσε ότι στην πραγματικότητα η τράπεζα είχε έρθει σε μια συμφωνία με μια μεγάλη εταιρεία συμβούλων της Αθήνας η οποία ανέλαβε για λογαριασμό της τράπεζας τη διαχείριση των φακέλων, τον έλεγχό τους, την αξιολόγησή τους και στο τέλος, τον έλεγχο των επενδύσεων που θα πραγματοποιούνταν. Η τράπεζα απλά εισπράττει αμοιβή μεσιτείας και προωθεί παράλληλα και τα άλλα «προϊόντα» της.
Άραγε ποιο νόημα τελικά είχε η ανάθεση της υλοποίησης του έργου στις Τράπεζες; Αυτές ανέθεσαν τα προγράμματα σε κάποιες άλλες ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες κατά κανόνα έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα καθώς από τη μία έχουν τα παραπάνω καθήκοντα και από την άλλη οι ίδιες ή θυγατρικές τους υποβάλλουν και φακέλους αίτησης επιδότησης για ιδιώτες-πελάτες τους. Αν αυτός δεν είναι ο ορισμός του ασυμβίβαστου, τότε ποιος είναι; Και ποιος ήλεγξε και ενέκρινε τις εταιρείες αυτές για την επάρκειά τους να εκτελούν αυτές τις εργασίες, την ίδια στιγμή που κάθε Δήμος, κάθε Νομαρχία, κάθε Νοσοκομείο καλείται να πάρει βεβαίωση διαχειριστικής επάρκειας με βάση συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κανόνες διαχείρισης του ΕΣΠΑ;
Όμως το πραγματικό σοκ για τον επιχειρηματία ήρθε όταν του δόθηκε ο κατάλογος των απαραίτητων δικαιολογητικών: φορολογικά έντυπα για 3 χρόνια, δηλώσεις ΙΚΑ, τίτλοι ιδιοκτησίας, μισθωτήρια συμβόλαια, μεταβολές εφορίας και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Το πιο τραγικό από όλα όμως είναι ότι όλα αυτά ήδη υπάρχουν σε διάφορες υπηρεσίες του κράτους και μάλιστα τα περισσότερα έχουν υποβληθεί ηλεκτρονικά (το πολυδιαφημισμένο taxis αναπαύεται). Όμως ο επιχειρηματίας πρέπει κατ' αρχήν να αποδείξει ότι υπάρχει, άλλωστε όλα αυτά τα στοιχεία τα έχουν οι εφορίες που ανήκουν στο ΥΠΟΙΟ, όμως το ΥΠΟΙΟ έχει εκχωρήσει την υλοποίηση του προγράμματος στις τράπεζες, οι οποίες έχουν προσλάβει τις ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία που έχουν οι εφορίες.
Επίσης πρέπει να υποβάλλει βιογραφικά, τίτλους σπουδών, τίτλους σεμιναρίων, βεβαιώσεις προϋπηρεσίας (ευτυχώς το τέστ δεξιοτήτων του ΑΣΕΠ είναι προαιρετικό), ενώ η προσκόμιση εξετάσεων αίματος και ούρων είναι στη διακριτική ευχέρεια του αξιολογητή (των ιδιωτικών εταιρειών). Η απλή ερώτηση του δύστυχου επιχειρηματία «καλά τι περιμένετε να δείτε να δείτε από το Χ έγγραφο, αφού μπορείτε να το δείτε και από το Ψ», συναντά την απάντηση που κάθε γραφειοκράτης λατρεύει να αρθρώνει: «δεν έχει σημασία, προβλέπεται στα δικαιολογητικά».
Φυσικά από το πακέτο των δικαιολογητικών δε θα μπορούσε να λείπει το φετίχ της ελληνικής γραφειοκρατίας, το κλειδί που ξεκλειδώνει όλες τις κλειδαριές, το χαρτί που ανασταίνει και νεκρούς: η υπεύθυνη δήλωση. Άραγε αφού έχει τόση ισχύ δε θα μπορούσε το σύνολο των δικαιολογητικών να αντικατασταθεί απλά από μια υπεύθυνη δήλωση;
Όταν με το καλό ολοκληρώνεται ο φάκελος της αίτησης για επιδότηση ο επιχειρηματίας έχει πλέον την απάντηση του στο ερώτημα: «τι περιθώρια περιβαλλοντικών επενδύσεων έχει άραγε μια εμπορική επιχείρηση;». Το χαρτί που ξοδεύτηκε για να φωτοτυπηθούν πιθανά και απίθανα δικαιολογητικά, να συνταχθεί το κείμενο της πρότασης, οι προσφορές, τα φυλλάδια εξοπλισμού και όλα αυτά τουλάχιστο σε 2 αντίγραφα (για μια εταιρεία που απασχολεί 20 άτομα και έχει κάνει και 2-3 τροποποιήσεις καταστατικού, το κάθε αντίγραφο μπορεί να φτάνει και τις 500 σελίδες) οδηγούν στο συμπέρασμα: η πιο σημαντική περιβαλλοντική επένδυση μιας εμπορικής επιχείρησης είναι να μην υποβάλλει ποτέ φάκελο επιδότησης.
Σημείωση: καμία ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα δεν είναι συμπτωματική